άγαμα

άγαμα
(agama).Μεγάλες σαύρες της οικογένειας των αγαμιδών, που ζουν περίπου 200 χρόνια. Ζουν στη νοτιοανατολική Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική και στην Αυστραλία. Το γνωστότερο είδος λέγεται επιστημονικά αστεροειδής και ζει κυρίως στην κοιλάδα του Νείλου. Οι σαύρες αυτές έχουν μεγάλη και παχιά γλώσσα, κινητά βλέφαρα, δόντια μακριά και δυνατή ουρά. Ένα άλλο είδος, το ά.-ά.,που ζει στη δυτική Αφρική, εξημερώνεται εύκολα και, πολλές φορές, ζει μαζί με τον άνθρωπο. Επικίνδυνο είδος είναι η ουρομάστιξ,με ουρά γεμάτη αγκάθια, που οι Αφρικανοί την κυνηγούν για το κρέας της. Στα ά. υπάγεται και o ιπτάμενος δράκος καθώς και περίπου 300 άλλα είδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • ἄγαμ' — ἄγαμαι , ἄγαμαι wonder pres ind mp 1st sg ἄγαμα , ἄγαμος unmarried neut nom/voc/acc pl ἄγαμε , ἄγαμος unmarried masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”